απροίκιστος

απροίκιστος
-η, -ο
βλ. άπροικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απροίκιστος — η, ο 1. αυτός που δεν πήρε προίκα: Άφησε την κόρη του απροίκιστη. 2. αυτός που δεν έχει πνευματικά χαρίσματα, πνευματικές αρετές: Μπορεί να είναι απροίκιστος, είναι όμως πολύ εργατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άεδνος — (I) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που δεν έχει προίκα, άπροικος, απροίκιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἕδνα (= προίκα)]. (II) ἄεδνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη προίκα, πολύφερνος, πολύπροικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτ. + ἕδνα (= προίκα)] …   Dictionary of Greek

  • άπροικος — κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, ον) ο χωρίς προίκα νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα αρχ. ο χωρίς μερίδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”